Το επιχειρηματικό κλίμα συνέχισε να βελτιώνεται στο πρώτο εξάμηνο του 2014, περνώντας για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της κρίσης σε θετικά επίπεδα (με άνοδο 37 μονάδων από το κατώτατο σημείο του στο πρώτο εξάμηνο του 2012). Η βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος είναι εντονότερη στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις του δείγματός μας, καθώς η πλειοψηφία των μικρότερων ΜμΕ παραμένει σε φάση επιβίωσης.
Σημαντικό παραμένει το πρόβλημα ρευστότητας, με την πίεση να αυξάνεται κυρίως από την ταχύτερη πληρωμή των προμηθευτών. Ωστόσο, οι συνθήκες ρευστότητας στο πρώτο εξάμηνο του 2014 παραμένουν καλύτερες συγκριτικά με την αντίστοιχη περίοδο του 2013.
Όσον αφορά τους επιμέρους τομείς δραστηριότητας σημειώνεται ότι:
Τις καλύτερες προσδοκίες στον τομέα των ΜμΕ παρουσιάζει η βιομηχανία, με τους κλάδους τροφίμων και χημικών να ξεχωρίζουν θετικά.
Οι ΜμΕ υπηρεσιών επίσης παρουσιάζουν ανοδική ζήτηση (κυρίως τουρισμός και μεταφορές), ενώ είναι και ο κλάδος με την εντονότερη βελτίωση στο δείκτη εμπιστοσύνης το προηγούμενο εξάμηνο.
Οι χρηματοοικονομικές αδυναμίες (κυρίως ζημιογόνα αποτελέσματα και υπερδανεισμός) επιβαρύνουν τις εμπορικές ΜμΕ και δεν τους επιτρέπουν να εκμεταλλευτούν τις βελτιωμένες συνθήκες ζήτησης.
Πιο αδύναμος συνεχίζει να εμφανίζεται ο κλάδος των κατασκευών, παραμένοντας ο μόνος κλάδος με εκτιμώμενη πτώση ζήτησης το επόμενο εξάμηνο.
Οι ΜμΕ που δραστηριοποιούνται στη Θεσσαλονίκη υπερισχύουν - με υψηλότερη αντοχή, καλύτερη κερδοφορία και μικρότερο πρόβλημα ρευστότητας συγκριτικά με εκείνες της Αθήνας και της επαρχίας. Η επαρχία εμφανίζει πιο αδύναμη συνολικά εικόνα σε σχέση με τις δύο μεγάλες πόλεις, ωστόσο σημειώνει την εντονότερη βελτίωση σε όρους εξωστρέφειας την τελευταία διετία.
Αν και ο βαθμός εξωστρέφειας των ΜμΕ αυξήθηκε οριακά την τελευταία πενταετία (9% του κύκλου εργασιών, από 8% το 2008), το επίπεδο εξαγωγών της μέσης ΜμΕ μειώθηκε την τελευταία πενταετία – δεικνύοντας έτσι την παρουσία εμποδίων στο να αναχθούν οι εξαγωγές μοχλός ανάκαμψης της οικονομίας. Συγκεκριμένα, μόλις το 1/3 των εξαγωγικών ΜμΕ έχουν προχωρήσει σε αύξηση του ποσοστού εξωστρέφειάς τους ενώ υπήρξε και ένα 15% που μείωσε το ποσοστό των πωλήσεων που πραγματοποιείται στο εξωτερικό.
Θετικά ξεχωρίζουν οι βιομηχανίες τροφίμων και χημικών, ο τουρισμός και οι μεταφορές, όπου η αύξηση εξωστρέφειας μετρίασε ή και αντιστάθμισε την πτωτική πορεία της εγχώριας ζήτησης.
Εντυπωσιακή είναι η εξαγωγική συμπεριφορά των ΜμΕ της επαρχίας, οι οποίες αύξησαν σημαντικά την εξωστρέφειά τους την τελευταία διετία (με τις εξαγωγικές ΜμΕ να εξάγουν 44% των πωλήσεων το 2014, από 24% το 2012), ακολουθώντας στοχευμένες στρατηγικές για να αντιμετωπίσουν την εγχώρια χαμηλή ζήτηση. Αντίθετα, οι ΜμΕ στις δύο μεγάλες πόλεις μείωσαν την εξωστρέφειά τους στο αντίστοιχο διάστημα, καθώς ως βασικό κίνητρο εξαγωγών είναι η ευκαιρία επέκτασης.
Η αδύναμη σχετικά εξαγωγική συμπεριφορά των ΜμΕ δεικνύει ότι η σημαντική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους που επιτεύχθηκε από τη μείωση του κόστους εργασίας κατά 50% την τελευταία πενταετία δεν αρκεί για να αναδειχθούν οι εξαγωγές σε κινητήρια δύναμη της ανάκαμψης. Συγκεκριμένα, οι ΜμΕ δηλώνουν ότι για να μεταφραστεί η βελτίωση ανταγωνιστικότητας κόστους σε αύξηση των εξαγωγών, απαιτείται να αρθούν σημαντικές διαρθρωτικές αδυναμίες κυρίως σε όρους (i) θεσμικών αγκυλώσεων με βασικότερες την υψηλή γραφειοκρατία και τις δυσλειτουργίες των τελωνείων, (ii) χαμηλής πρόσβασης σε ειδικές χρηματοδοτήσεις εξαγωγών (όπως προχρηματοδότηση παραγγελιών και παροχή εγγυοδοσίας για τη διενέργεια εμπορικών συναλλαγών) και (iii) αδυναμιών στο δίκτυο προώθησης και στις υποδομές μεταφορών.