Υπό την πίεση της πολιτικής αβεβαιότητας και της επιβολής κεφαλαιακών ελέγχων, οι ΜμΕ κατέγραψαν σημαντική πτώση πωλήσεων κατά το τρίτο τρίμηνο του 2015. Συγκεκριμένα, βάσει ερωτηματολογίου σε δείγμα 1.200 επιχειρήσεων, η μείωση άγγιξε το 15% το τρίτο τρίμηνο του 2015 σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2014 έναντι πτώσης 4% κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2015 (με την πτώση για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις να φτάνει το 23% και το 10% κατά τα αντίστοιχα τρίμηνα). Αξιοσημείωτο είναι ότι η επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων φαίνεται να έπληξε περισσότερο τις ΜμΕ σε σχέση με τις μεγάλες επιχειρήσεις, καθώς η διαφορά στο ρυθμό πτώσης των πωλήσεων έφτασε τις 7,2 ποσοστιαίες μονάδες το τρίτο τρίμηνο του 2015 (15% για τις ΜμΕ έναντι 7,8% για τις μεγάλες).
Όσον αφορά το επιχειρηματικό κλίμα, η επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων αποτυπώθηκε στο Δείκτη Εμπιστοσύνης της ΕΤΕ για τις ΜμΕ ο οποίος μειώθηκε κατά 21 μονάδες το δεύτερο εξάμηνο του 2015 σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2014, επιστρέφοντας έτσι στα επίπεδα του δεύτερου εξαμήνου του 2013. Η πτώση του Δείκτη Εμπιστοσύνης αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τη λειτουργική επιβάρυνση των ΜμΕ από την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων κυρίως όσον αφορά:
- την προμήθεια πρώτων υλών (39% του τομέα σε μεγάλο βαθμό)
- τη χρήση υπηρεσιών από το εξωτερικό (35% του τομέα σε μεγάλο βαθμό)
- την είσπραξη απαιτήσεων (31% του τομέα σε μεγάλο βαθμό)
Η αντίδραση των ΜμΕ στην επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων μετριάστηκε από το γεγονός ότι άνω του ½ του τομέα δηλώνει ότι είχε προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο επιβολής κεφαλαιακών ελέγχων, έχοντας διακρατήσει χρηματικά διαθέσιμα εκτός τραπεζικού συστήματος (το 21% επαρκή και το 36% σε κάποιο βαθμό), ενώ οι κλάδοι εμπορίου και βιομηχανίας έχουν και ένα δεύτερο μέσο θωράκισης έναντι των κεφαλαιακών ελέγχων: τη διακράτηση αποθεμάτων. Υπό αυτό το πρίσμα, το ποσοστό των επιχειρήσεων που έχει είτε επαρκή χρηματικά διαθέσιμα είτε επαρκή αποθέματα ξεπερνά το 80%.
Συνεπώς, καθώς η σχετική ανθεκτικότητα του επιχειρηματικού τομέα έναντι των κεφαλαιακών ελέγχων προκύπτει εν μέρει από την ύπαρξη πεπερασμένων χρηματικών αποθεμάτων εκτός τραπεζικού συστήματος (και δευτερευόντως αποθεμάτων), η ταχεία άρση τους είναι κρίσιμη για να παραμείνει η επίδραση τους στις ΜμΕ στα τρέχοντα – σχετικά διαχειρίσιμα – επίπεδα. Η γρήγορη άρση των κεφαλαιακών ελέγχων φαίνεται ότι αποτελεί και προσδοκία των ΜμΕ, καθώς λιγότερο από το ½ του τομέα δηλώνει ότι έχει προχωρήσει σε κάποια αλλαγή της μεσοπρόθεσμης στρατηγικής της λόγω της επιβολής των κεφαλαιακών ελέγχων. Συγκεκριμένα:
- περίπου το ¼ του τομέα ακύρωσε επενδυτικά σχέδια,
- το 22% περιόρισε την απασχόληση,
- το 7% προχώρησε σε προσωρινή διακοπή λειτουργίας και
- το 1% μετέφερε την έδρα του στο εξωτερικό.
Η επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων είχε και δύο θετικές επιδράσεις στη λειτουργική αποτελεσματικότητα της ελληνικής οικονομίας καθώς αύξησε τη χρήση e-banking και μηχανημάτων για κάρτες (POS) – ειδικά στις μικρές επιχειρήσεις (με 12% αυτών να βάζει POS και 14% να ξεκινάει τη χρήση υπηρεσιών e-banking λόγω των κεφαλαιακών ελέγχων).
Σε επίπεδο κλάδων, θετικά ξεχωρίζει η βιομηχανία χημικών, η πληροφορική και ο τουρισμός, ενώ πιο αδύναμοι παρουσιάζονται οι τομείς των κατασκευών και του λιανικού εμπορίου.