Η άμεση στήριξη που παρέχει ο τουρισμός στην ελληνική οικονομία υπερβαίνει σημαντικά τις εκτιμήσεις βάσει των συμβατικών μεθόδων
Η τουριστική δραστηριότητα στην Ελλάδα εμφανίζει ισχυρή ανοδική δυναμική τα τελευταία χρόνια ενισχύοντας το ρόλο της ως βασικού πυλώνα της οικονομίας και του μοναδικού κλάδου της οικονομικής δραστηριότητας που ανταπεξήλθε στην πρωτοφανή κρίση. Η ανάλυση υποδηλώνει ότι γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να καταγραφούν επαρκώς, μέσω των εξειδικευμένων ερευνών συνόρων, οι πραγματικές δαπάνες αλλοδαπών που επισκέπτονται τη χώρα, σε μία περίοδο που οι αγορές τουριστικών υπηρεσιών γίνονται ηλεκτρονικά, με διαφορετικές μεθόδους και ηλεκτρονικές πλατφόρμες, ενώ και οι ταξιδιωτικές συνήθειες γίνονται πολυπλοκότερες και είναι δυσκολότερο να καταγραφούν.
Η μελέτη της Δ/σης Οικ. Ανάλυσης της ΕΤΕ επιχειρεί μία διαφορετική προσέγγιση του μακροοικονομικού ρόλου του τουρισμού καθώς επικεντρώνεται στο σκέλος της προσφοράς και συγκεκριμένα στο παραγόμενο προϊόν και τη δημιουργία ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας από τον κλάδο παροχής υπηρεσιών καταλύματος και εστίασης. Αυτό επιτυγχάνεται συνδυάζοντας στοιχεία παραγωγής/προσφοράς από τους εθνικούς λογαριασμούς για τη δραστηριότητα στο σύνολο του κλάδου με συγκρίσιμα στοιχεία δαπάνης από την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών για τους κατοίκους της Ελλάδας.
Τα αποτελέσματα αυτής της προσέγγισης αναδεικνύουν μία αξιοσημείωτη αύξηση της συνεισφοράς του κλάδου στο ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ την περίοδο 2011-15, σημαντικά υψηλότερη από τις συμβατικές εκτιμήσεις που βασίζονται σε στοιχεία τουριστικών εισπράξεων, όπως προσεγγίζονται από το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (έρευνα συνόρων). Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι η παραγόμενη προστιθέμενη αξία (σε σταθερές τιμές) που σχετίζεται με την παροχή υπηρεσιών σε αλλοδαπούς αυξήθηκε κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μεταξύ 2011 και 2015, συγκριτικά με αύξηση των τουριστικών εισπράξεων της τάξης του 2,1% του ΑΕΠ. Η αυξανόμενη προστιθέμενη αξία μεταφράζεται σε μέση ετήσια συνεισφορά στο ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ από τον εισερχόμενο τουρισμό, για την ίδια περίοδο, η οποία προσεγγίζει τη μία ποσοστιαία μονάδα ετησίως, συγκριτικά με 0,4% που απορρέει από τα στοιχεία δαπάνης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Το άλμα στην προστιθέμενη αξία αντανακλά κυρίως την αύξηση του παραγόμενου προϊόντος από το συγκεκριμένο κλάδο, που ισοδυναμεί με την αξία των παρεχόμενων τουριστικών υπηρεσιών προς αλλοδαπούς, σε σταθερές τιμές, αλλά και τη μείωση του κόστους παραγωγής. Στην περίπτωση του κλάδου παροχής καταλύματος και εστίασης το συνολικό παραγόμενο προϊόν αυξήθηκε κατά 2,2% ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.
Οι ανωτέρω εξελίξεις, σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση της αβεβαιότητας που συνεπάγεται η πρόσφατη ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης του προγράμματος χρηματοδοτικής στήριξης, δημιουργούν ένα περιβάλλον ιδιαίτερα πρόσφορο για επιτάχυνση των επενδύσεων στον κλάδο. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Δ/σης Οικ. Ανάλυσης της ΕΤΕ, θα χρειαστούν συνολικά πρόσθετες επενδύσεις σε ξενοδοχειακή δυναμικότητα και εξοπλισμό άνω των €5,5 δισ. (3,1% του ΑΕΠ κατά το 2015) την περίοδο 2017-2023, προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή εξυπηρέτηση της ζήτησης από το εξωτερικό (+3% κατ' έτος σύμφωνα με εκτιμήσεις του WTTC), σε συνδυασμό με την ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης.
Οι επενδύσεις αυτές, εκτός από την άμεση ώθηση στο ΑΕΠ από το σκέλος της δαπάνης, θα επαυξήσουν τη δυνατότητα δημιουργίας νέας προστιθέμενης αξίας συνεισφέροντας περίπου 1,3% στο μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, ποσοστό υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της προηγούμενης δεκαετίας.
Η έκδοση εμπεριέχει επίσης επικαιροποιημένη παρουσίαση της οικονομικής συγκυρίας.