Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ της Ελλάδας σημείωσε απροσδόκητη επιβράδυνση στο +2,8% ετησίως το 3ο τρίμηνο του 2022 από +7,1% ετησίως το 2ο τρίμηνο του 2022, λόγω της σημαντικής αρνητικής επίδρασης, 3,0 ποσοστιαίων μονάδων, από τις καθαρές εξαγωγές και τη μείωση της δημόσιας κατανάλωσης.
Η αποδυνάμωση του 3ου τριμήνου δείχνει μάλλον παράδοξη, καθώς βασικά συστατικά της τελικής δαπάνης σημείωσαν ισχυρές ετήσιες αυξήσεις, με εξαίρεση τις καθαρές εξαγωγές που υστέρησαν σημαντικά, σε ένα τρίμηνο όμως κατά το οποίο κορυφώθηκε η εισερχόμενη τουριστική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, η εγχώρια ζήτηση παρέμεινε ανθεκτική παρά τις έντονες πληθωριστικές πιέσεις, με την ιδιωτική κατανάλωση να αυξάνεται κατά 6,2% ετησίως και τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου κατά 7,7% ετησίως, ενώ συνολικά ενισχύθηκε με διπλάσιο ρυθμό από ό,τι στην Ευρωζώνη.
Οι ανωτέρω μεταβολές μαζί με τα αποθέματα θα συνεπάγονταν αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ κατά 5,8% το 3ο τρίμηνο, η οποία όμως περιορίστηκε σε μόνο 2,8%, καθώς οι καθαρές εξαγωγές αφαίρεσαν 2,0 ποσοστιαίες μονάδες από την αύξηση του ΑΕΠ και η μείωση της δημόσιας κατανάλωσης άλλη μία ποσοστιαία μονάδα.
Ο αρνητικός αντίκτυπος των καθαρών εξαγωγών αντανακλά τη στασιμότητα των συνολικών εξαγωγών (+0,9% σε ετήσια βάση) συγκριτικά με την αύξηση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (+5,2% ετησίως, σε σταθερές τιμές), λόγω της ισχυρής εσωτερικής ζήτησης.
Η αδύναμη εξαγωγική επίδοση το 3ο τρίμηνο του 2022 αντικατοπτρίζει, πρωτίστως, την αναιμική αύξηση των εξαγωγών υπηρεσιών (+3,0% ετησίως, σε σταθερές τιμές). Η υπο-απόδοση των υπηρεσιών φαίνεται να μη συνάδει με τα δεδομένα αντίστοιχων δεικτών οικονομικής συγκυρίας και σχετικών στοιχείων από πηγές της αγοράς αναφορικά με τις τάσεις της οικονομικής δραστηριότητας στους τομείς του τουρισμού και της ναυτιλίας, που αποτελούν τους κορυφαίους ελληνικούς εξαγωγικούς κλάδους υπηρεσιών.
Η ανάλυση της ΕΤΕ καταδεικνύει ότι η αρνητική έκπληξη ως προς τον όγκο της εξαγωγικής δραστηριότητας στις υπηρεσίες αντανακλά την εφαρμογή ενός εξαιρετικά υψηλού ποσοστού μεταβολής του αποπληθωριστή (+26% ετησίως), προκειμένου να εξαχθούν οι μεταβολές σε όγκους βάσει της ονομαστικής αξίας των εξαγωγών υπηρεσιών, οι οποίες σημείωσαν ισχυρή ετήσια αύξηση 30% την ίδια περίοδο. Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ της ετήσιας αύξησης του αποπληθωριστή των εξαγωγών υπηρεσιών στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της ευρωζώνης με παρόμοια εξαγωγικά χαρακτηριστικά. Αντιστοίχως, ένας σχετικά υψηλός αποπληθωριστής εφαρμόζεται και στις ελληνικές εισαγωγές υπηρεσιών, ο οποίος τείνει επίσης να υποεκτιμά τη μεταβολή τους σε σταθερές τιμές. Σύμφωνα με υπολογισμούς της Δ/νσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, o καθαρός αρνητικός αντίκτυπος στον πραγματικό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ από την ανωτέρω απόκλιση ανήλθε σε περίπου 1,0 ποσοστιαία μονάδα το 3ο τρίμηνο.
Ένα δεύτερο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό των στοιχείων του ΑΕΠ του 3ου τριμήνου αφορά την πρωτόγνωρη αρνητική επίδραση (σχεδόν 4 ποσοστιαίες μονάδες σε ακαθάριστους όρους) από την αφαίρεση των πρωτοφανών σε μέγεθος ενεργειακών επιδοτήσεων – που έφθασαν σε αξία σχεδόν τα €2,0 δισ. το 3ο τρίμηνο – η οποία δεν αντισταθμίστηκε από παράλληλη αύξηση των σχετικών εσόδων, καθώς αυτά θα εγγραφούν με χρονική υστέρηση. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Εθνικής Τράπεζας, η καθαρή αρνητική επίδραση στην αύξηση του ΑΕΠ του 3ου τριμήνου από αυτή την ετεροχρονισμένη καταγραφή μεταβιβάσεων και εσόδων ήταν -1,3 ποσοστιαίες μονάδες.
Συνολικά, το συνδυαστικό αποτέλεσμα των ανωτέρω δυνητικών προσαρμογών στον αποπληθωριστή υπηρεσιών και στην επίδραση των «καθαρών» φόρων / «καθαρών» επιδοτήσεων στην παραγωγή θα συνεπαγόταν αύξηση του ΑΕΠ κατά 5,0% σε ετήσια βάση το 3ο τρίμηνο και, ως εκ τούτου, ετήσια αύξηση 5,8% για το σύνολο του 2022, περίπου αντίστοιχη με την αρχική εκτίμησή μας.